- υστερομετρώ
- -έω, Ν [υστερόμετρο]καθετηριάζω με υστερόμετρο την μήτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υστερομετρώ — υστερομέτρησα, υστερομετρήθηκα, υστερομετρημένος (ιατρ.), καθετηριάζω τη μήτρα με υστερόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υστερομέτρηση — η, Ν [υστερομετρώ] η μέτρηση τού μήκους της μήτρας με υστερόμετρο … Dictionary of Greek